Πως δρουν τα επίπεδα βιταμίνης D στον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη;

Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία συντίθεται στο δέρμα μετά από την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Ο ανθρώπινος οργανισμός καλύπτει τις ανάγκες του σε βιταμίνη D κατά 10-20% μέσω της διατροφικής πρόσληψης και κατά 80% μέσω της ενδογενούς σύνθεσης της στην επιδερμίδα.

Η βιταμίνη D εμφανίζεται με δύο μορφές: σαν βιταμίνη D2, η οποία είναι φυτικής προέλευσης, και σαν βιταμίνη D3, η οποία είναι ζωικής προέλευσης.

Κύρια λειτουργία της είναι η ρύθμιση απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου, και του μεταβολισμού των οστών σε αλληλεπίδραση με την παραθορμόνη (υπεύθυνη για την ρύθμιση ασβεστίου-φωσφόρου στο πλάσμα).

Τα τρόφιμα που έχουν υψηλές ποσότητες βιταμίνης D είναι μόνο τα λιπαρά ψάρια (σκουμπρί, σολομός, ρέγκα) και το μουρουνέλαιο. Γι’ αυτό το λόγο, η πρόσληψη της μέσω κατανάλωσης τροφών είναι πτωχή, καθώς άλλα τρόφιμα όπως ο κρόκος του αβγού, γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, κ.τ.λ., περιέχουν βιταμίνη D σε μη επαρκείς ποσότητες.

Εκτίμηση επιπέδων βιταμίνης D 

Για να αποκομίσουμε τα οφέλη που μπορεί να μας προσφέρει η βιταμίνη D, πρέπει τα επίπεδα της να διατηρούνται πάνω από 50 ng/dl, για όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Επαρκή ποσότητα: 30-50 ng/dl

Ανεπάρκεια: 20-30 ng/dl

Έλλειψη: <20 ng/dl

Σύνθεση βιταμίνης D μέσω της υπεριώδους ακτινοβολίας

Το σώμα μας μετά από την έκθεση στον ήλιο, το καλοκαίρι, παράγει 10000-20000 μονάδες σε 15 λεπτά περίπου. Το χρώμα της επιδερμίδας, η ηλικία του δέρματος και η ένταση της έκθεσης, επηρεάζουν τον χρόνο που απαιτείται για να επιτευχθεί η μέγιστη συγκέντρωση της προβιταμίνης D3. Η υπερβολική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία προκαλεί αποδόμηση της προβιταμίνης D3 και της βιταμίνης D3 σε ανενεργά προϊόντα.

Αρκούν 5 λεπτά έκθεσης προσώπου και των άνω άκρων στον ήλιο, 3 φορές την εβδομάδα, ώστε να παραχθεί επαρκής ποσότητα της βιταμίνης, ενώ μη αποτελεσματική κρίνεται η έκθεση στον ήλιο, κατά τη διάρκεια του χειμώνα πριν τις 10 π.μ. ή μετά τις 3 μ.μ.

Σημείωση:

Η χρήση αντιηλιακού με δείκτη προστασίας 30 μειώνει την παραγωγή βιταμίνης D περισσότερο από 95%.

 

Έχει υπολογιστεί, ότι προκειμένου να εξασφαλίζονται επαρκή επίπεδα βιταμίνης D, πρέπει να επιδιώκεται πρόσληψη 600-800 μονάδες την μέρα, μέσω διατροφής, συμπληρωμάτων και έκθεσης στον ήλιο.

Άτομα ιδιαίτερα ευάλωτα όπως ηλικιωμένοι που ζουν σε ιδρύματα ή δεν εκτίθενται στον ήλιο, χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις. Το ίδιο ισχύει και για παχύσαρκους ασθενείς που μπορεί να χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις, ενδεχομένως 1000-4000 μονάδες την μέρα.

Απαιτείται η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D μέχρι να επιτευχθεί η επάρκεια!

          Η δοσολογία της χορηγούμενης βιταμίνης D σε άτομα με διαβήτη θα πρέπει να τροποποιείται ανάλογα με το βάρος σώματος, εξαιτίας της αυξημένης συχνότητας υπερβάλλοντος βάρους που παρατηρείται σε αυτήν την ομάδα ασθενών.

Σημείωση:

Η 25(OH)D3 θεωρείται βιολογικά ανενεργή. Θα πρέπει να μεταφερθεί στο νεφρό συνδεδεμένη με την πρωτεΐνη φορέα της βιταμίνης D3 (VDBP) για να μετατραπεί στη δραστική μορφή βιταμίνης D, την 1,25(OH)2 D.

Χρήσιμες κλινικές πληροφορίες για την βιταμίνη D λαμβάνουμε, από την μέτρηση των επιπέδων στον ορό, μόνο της 25(OH)D και της 1,25(OH)2 D. Ο βιοδείκτης που κρίθηκε ότι αντανακλούσε τα επίπεδα της στον οργανισμό, ήταν η συγκέντρωση της ολικής 25(OH)D και όχι της βιολογικά δραστικής 1,25(OH)2 D.

 

Βιταμίνη D και σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1

Τα τελευταία χρόνια έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η βιταμίνη D θα μπορούσε να προστατέψει από την εκδήλωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, καθώς αναστέλλει την παραγωγή των κυτταροκινών IFN-γ και IL-2 οι οποίες, ενεργοποιούν τόσο τα μακροφάγα όσο και τα κυτταροτοξικά Τ-κύτταρα που οδηγούν στην καταστροφή των κυττάρων στα νησίδια του παγκρέατος.

Σε πρόσφατη έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα ορού της 25(OH)D και της 1,25(OH)2D ήταν χαμηλότερα στα παιδιά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) από ότι στην υγιή ομάδα ελέγχου. Επίσης βρέθηκε ότι συγκεκριμένοι πολυμορφισμοί για την CYP2R1 (αποτελεί το κύριο ένζυμο για την υδροξυλίωση της βιταμίνης D στη θέση 25) συσχετιζόταν με υψηλότερο κίνδυνο για  ΣΔ1.

Επιδημιολογικές μελέτες και μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι η αναπλήρωση με βιταμίνη D στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή των πρώτων μηνών της ζωής, μείωσε τον κίνδυνο για την εμφάνιση ΣΔ1 στη διάρκεια της ζωής.

Επίσης από μελέτες παρατήρησης φαίνεται ότι άτομα με ΣΔ1 και καλό γλυκαιμικό έλεγχο, έχουν υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D από άτομα με ΣΔ1 και φτωχό γλυκαιμικό έλεγχο.

Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, προτείνεται να εξασφαλίζονται επαρκή επίπεδα βιταμίνης D σε ευάλωτους πληθυσμούς μέσω πρόσληψης, ανάλογα με την ηλικία, 1000-2000 μονάδες ημερησίως αθροιστικά από την έκθεση στον ήλιο, τη διατροφή ή τα διατροφικά συμπληρώματα.

Βιταμίνη D και σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2

Πειραματικές μελέτες σε ποντίκια έδειξαν ότι η έλλειψη βιταμίνης D αναστέλλει την έκκριση της ινσουλίνης, υποδεικνύοντας έτσι τη σημασία της για την ενδοκρινική λειτουργία του παγκρέατος.

Η βιταμίνη D διεγείρει την έκφραση του γονιδίου του υποδοχέα ινσουλίνης, επιδρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην τροποποίηση της δράσης της ινσουλίνης και την ενίσχυση της απάντησης σε αυτήν.

Σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, όπου οι υψηλές συγκεντρώσεις παραθορμόνης (ΡΤΗ) προκαλούν μειωμένη μεταφορά γλυκόζης, που μεσολαβείται από την ινσουλίνη.

Επίσης παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της έκκρισης των αδιποκινών από τον λιπώδη ιστό. Οι αδιποκίνες (λεπτίνη, αδιπονεκτίνη, ρεζιστίνη) είναι σημαντικές ορμόνες που συμβάλλουν στην ομοιόσταση των λιπιδίων και της γλυκόζης. Η διαταραχή της έκκρισής τους στην παχυσαρκία προκαλεί αυξημένη φλεγμονή που συμβάλλει στην αντίσταση  στην ινσουλίνη.

Από μετα-αναλύσεις προέκυψε ότι η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D συνδεόταν με μειωμένες τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) σε ασθενείς με ανεπάρκεια 25(OH)D.

Βέβαια, σε ασθενείς με υπάρχον ΣΔ που μετρά αρκετά χρόνια, ίσως να μην υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης ακόμα και μετά τη χορήγηση βιταμίνης D εξαιτίας μη αναστρέψιμων παθολογικών αλλαγών που είναι ήδη εγκατεστημένες στο πάγκρεας.

Συστηματικές μετα-αναλύσεις έχουν δείξει ότι υψηλότερα επίπεδα 25(OH)D συσχετίζονται με μικρότερο κίνδυνο αντίστασης στην ινσουλίνη και ΣΔ2. Επίσης έχει φανεί ότι η κοιλιακή παχυσαρκία και ανεπάρκεια 25(OH)D αλληλεπιδρούν και συνεργικά επηρεάζουν τον κίνδυνο για αντίσταση στην ινσουλίνη.

Μέτρηση διαβήτη

Συμπερασματικά

Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει συστηματικότερη προσπάθεια αποκατάστασης της επάρκειας σε βιταμίνη D για την οποία υπάρχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις ότι μπορεί να μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης ΣΔ1, να μειώσει τον κίνδυνο εκδήλωσης ΣΔ2 σε ασθενείς με προδιαβήτη και ίσως να καθυστερήσει την εξέλιξη των επιπλοκών του ΣΔ.

 

Βιβλιογραφία

  • Macdonald, H. M., Mavroeidi, A., Fraser, W. D., Darling, A. L., Black, A. J., Aucott, L., …Reid, D. M. (2011). Sunlight and dietary contributions to the seasonal vitamin D status of cohorts of healthy postmenopausal women living at northerly latitudes: a major cause or concern? Osteoporosis International : A Journal Established as Result of Cooperation between the European Foundation for Osteoporosis and the National Osteoporosis Foundation of the USA, 22(9), 2461–2472. https://doi.org/10.1007/s00198-010-1467-z
  • Holick, M. (2008). Sunlight, vitamin D and health: A D-lightful story. Solar Radiation and Human Health, (1), 147–166. Retrieved from http://www.dnva.no/geomed/solarpdf/Nr_12_Holick.pdf
  • Bishop, J. E., Collins, E. D., Okamura, W. H., & Norman, A. W. (1994). Profile of ligand specificity of the vitamin D binding protein for 1 alpha,25-dihydroxyvitamin D3 and its analogs. Journal of Bone and Mineral Research : The Official Journal of the American Society for Bone and Mineral Research, 9(8), 1277–1288. https://doi.org/10.1002/jbmr.5650090818
  • Issa, C. M. (2017). Vitamin D and Type 2 Diabetes Mellitus. In A. S. (Ed.), Ultraviolet light in Human Health, Diseases and Environment. Advances in Experimental Medicine and Biology, vol 996 (pp. 193–205). https://doi.org/10.1007/978-3-319-56017-5_16
  • Μαυρουδής, Κ. (2019). Ένδεια και ανεπάρκεια βιταμίνης D στους ενήλικες. In ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ed.), Θεραπευτικές οδηγίες χορήγησης της βιταμίνης D στον ελληνικό πληθυσμό (p. 134).
  • Δουλγεράκη, Ά. (2019). Ένδεια και ανεπάρκεια βιταμίνης D κατά τη βρεφική παιδική και εφηβική ηλικία. In ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ (Ed.), Θεραπευτικές οδηγίες χορήγησης της βιταμίνης D στον ελληνικό πληθυσμό (p. 134).
  • Nam, H.-K., Rhie, Y.-J., & Lee, K.-H. (2019). Vitamin D level and gene polymorphisms in Korean children with type 1 diabetes. Pediatric Diabetes. https://doi.org/10.1111/pedi.12878
  • Fasshauer, M., & Paschke, R. (2003). Regulation of adipocytokines and insulin resistance. Diabetologia, 46(12), 1594–1603. https://doi.org/10.1007/s00125-003-1228-z